- εὐμεταδότως
- εὐμετάδοτοςreadily impartingadverbialεὐμετάδοτοςreadily impartingmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευμετάδοτος — η, ο (ΑΜ εὐμετάδοτος, ον) 1. αυτός που μεταδίδεται εύκολα 2. (για νόσους) αυτός που μεταδίδεται εύκολα, ο μολυσματικός, ο μεταδοτικός μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό εὐμετάδοτον η μεγάλη μεταδοτικότητα αρχ. αυτός που μεταδίδει εύκολα. επίρρ...… … Dictionary of Greek